Ο καλοκαιρινός ήλιος λάμπει σε έναν μόνιμα ασυννέφιαστο και καταγάλανο ουρανό. Τα πολύμηνα ζεστά και ξηρά μεσογειακά καλοκαίρια διακόπτονται μόνο από κάποια ξαφνική μπόρα που ξεσπά αναπάντεχα, κυρίως στα ορεινά. Οι υψηλές βαρομετρικές πιέσεις που κυριαρχούν δεν αφήνουν τα υγρά μέτωπα του Ατλαντικού να επεκταθούν προς τα ανατολικά και να φέρουν σύννεφα και βροχή.
ΟΙ ΑΝΤΙΞΟΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ
Με τις πρώτες ζέστες του καλοκαιριού, τα χόρτα και τα σπαρτά κιτρινίζουν. Οι ελιές, οι χαρουπιές, τα πεύκα, τα κυπαρίσσια αντιστέκονται στις υψηλές θερμοκρασίες και την ξηρασία της θερινής περιόδου και διατηρούν τα πράσινα σκληρά φύλλα τους. Το ίδιο και τα πουρνάρια, οι σχίνοι, οι κουμαριές, τα ρείκια. Το κίτρινο και το βαθυπράσινο είναι τα χρώματα του βουνού, το βαθυγάλανο του ασυννέφιαστου ουρανού και της ήμερης θάλασσας. Το καλοκαίρι στη Μεσόγειο είναι η εποχή των αρωμάτων, του θυμαριού, του φασκόμηλου, της πικροδάφνης και της λεβάντας.
Για τα περισσότερα φυτά και τις καλλιέργειες στη ζώνη της ελιάς, η δύσκολη περίοδος δεν είναι ο χειμώνας, αλλά το μακρύ, θερμό και άνυδρο καλοκαίρι.
Ορισμένα από τα ποώδη φυτά, όπως οι παπαρούνες, τα χαμομήλια, οι μαργαρίτες, τα λαγόχορτα και τα άλλα μονοετή των λιβαδιών, βλαστάνουν το φθινόπωρο, ανθίζουν και κάνουν σπόρους την άνοιξη, μαραίνονται και πεθαίνουν με τις πρώτες μεγάλες ζέστες στις αρχές του καλοκαιριού. Όμως οι σπόροι τους έχουν ένα σκληρό ανθεκτικό περίβλημα για να επιβιώνουν στους καύσωνες. Το φθινόπωρο, με τις πρώτες βροχές, οι σπόροι θα ανοίξουν και η γη θα πρασινίσει ξανά, σαν σε μια δεύτερη άνοιξη. Άλλα φυτά, όπως τα κυκλάμινα, οι ίριδες, οι κρόκοι, οι ορχιδέες, οι ασφόδελοι, πεθαίνουν μόνο επιφανειακά το καλοκαίρι. Στην πραγματικότητα, όμως, παραμένουν ζωντανοί οι κόνδυλοι, οι βολβοί και οι ρίζες τους κάτω από το χώμα. Εκεί τα φυτά αυτά έχουν αποθηκεύσει τροφές και υγρασία, ώστε να διατηρηθούν στη ζωή ως τα πρωτοβρόχια του φθινοπώρου.
Οι θάμνοι και τα δέντρα μειώνουν στο ελάχιστο τις απώλειες υγρασίας και ενέργειας και αναστέλλουν την ανάπτυξή τους κατά την ξηρή περίοδο, πέφτοντας σε ένα είδος θερινής νάρκης. Τα φύλλα τους, όπως τα φύλλα της ελιάς, είναι μικρά, για να έχουν μειωμένη επιφάνεια, σκληρά και δύσκαμπτα, γιατί διαθέτουν προστατευτικά στρώματα από σκληρούς και ανθεκτικούς μονωτικούς ιστούς, που εμποδίζουν την υγρασία να διαφύγει, γι’ αυτό και η μεσογειακή ζώνη ονομάζεται «ζώνη των σκληρόφυλλων».
Άλλα φυτά, προσαρμοσμένα στις περισσότερο ξηρές περιοχές, όπως το θυμάρι, οι αφάνες και οι φασκομηλιές, αλλάζουν τα χειμωνιάτικα φύλλα τους με πολύ μικρότερα «καλοκαιρινά», περιορίζοντας ακόμη πιο πολύ την εξάτμιση και τη διαπνοή.
Το άρωμα του θυμαριού, της ρίγανης, της λεβάντας και των άλλων αρωματικών θάμνων είναι και αυτό μέρος της προσαρμογής. Οι μυρωδιές του καλοκαιριού προέρχονται από τα αιθέρια έλαια που εκλύουν τα φύλλα των αρωματικών. Αυτά δημιουργούν ένα προστατευτικό κάλυμμα στις επιφάνειες των φύλλων και μειώνουν ακόμη περισσότερο την εξάτμιση. Δεν είναι όμως αυτή η μοναδική λειτουργία τους. Τα αιθέρια έλαια δεν αρέσουν στα περισσότερα φυτοφάγα ζώα και αυτό προστατεύει τα αρωματικά φυτά από τη βουλιμία τους. Συνιστούν όμως και αποτελεσματικά όπλα στον χημικό πόλεμο μεταξύ των φυτών για την επιβίωση. Το άρωμα της φασκομηλιάς εμποδίζει τους σπόρους των άλλων φυτών να βλαστήσουν. Η μυρωδιά του θυμαριού είναι τόσο αποτελεσματική, που δεν αφήνει να βλαστήσουν ούτε οι δικοί του σπόροι που πέφτουν κοντά. Η λιγοστή υγρασία του εδάφους δεν φτάνει για όλους.
Η βλάστηση στη μεσογειακή ζώνη έχει αναπτύξει και άλλους μηχανισμούς προσαρμογής στην ξηρασία και τη ζέστη του καλοκαιριού. Τα φυτά περιορίζουν την ορατή ανάπτυξή τους, αλλά αναπτύσσουν ένα ριζικό σύστημα που εισχωρεί σε κάθε χαραμάδα του πετρώδους εδάφους ή εκτείνεται σε μεγάλη έκταση και σε μικρό βάθος παράλληλα με την επιφάνεια του εδάφους, αναζητώντας χώμα και υγρασία.
ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΣΤΗ ΦΩΤΙΑ
Η πιο ενδιαφέρουσα και εντυπωσιακή στρατηγική των μεσογειακών φυτών είναι η προσαρμογή τους στη φωτιά. Στο ξηρό μεσογειακό κλίμα, η φωτιά είναι φυσικό φαινόμενο. Έχουν βρεθεί όμως ίχνη, που δείχνουν ότι στην περιοχή της Μεσογείου η φωτιά χρησιμοποιείται συστηματικά από τον άνθρωπο εδώ και τουλάχιστον μισό εκατομμύριο χρόνια, για τον καθαρισμό του εδάφους από τη βλάστηση, για το κυνήγι και τη δημιουργία λιβαδιών. Στο μακρύ αυτό χρονικό διάστημα, τα φυτά έμαθαν να ζουν με τη φωτιά, όπως και με την ξηρασία, και έχουν αναπτύξει μηχανισμούς προσαρμογής, που τους επιτρέπουν να επιβιώνουν. Για το λόγο αυτόν, ονομάζονται και «πυρόφυτα».
Για παράδειγμα, η λαδανιά, το θυμάρι και οι αφάνες, επιζούν μετά τη φωτιά χάρη στους σπόρους τους, οι οποίοι δεν είναι μόνο ανθεκτικοί στη φωτιά, αλλά επίσης η θερμότητα που αναπτύσσεται τους αφυπνίζει και ευνοεί τη βλάστησή τους αμέσως μετά την πυρκαγιά.
Τα πεύκα, που είναι ιδιαίτερα εύφλεκτα λόγω του ρετσινιού τους, βασίζουν την επιβίωσή τους στους σπόρους τους. Η ζέστη της φωτιάς κάνει τα κουκουνάρια να σκάνε και να εκτινάσσουν τους σπόρους τους σε μεγάλες αποστάσεις. Μετά τη φωτιά, η έκταση ενός πευκοδάσους που κάηκε, εποικίζεται από νεαρά πεύκα, που έχουν ξεπηδήσει από τους αφυπνισμένους σπόρους που έπεσαν στο καμένο έδαφος. Τα νεαρά πεύκα ευνοούνται από τα ανόργανα θρεπτικά συστατικά που περιέχονται στις στάχτες του καμένου πευκοδάσους. Δηλαδή, θεωρητικά, ένα πευκοδάσος επανέρχεται αναζωογονημένο μετά από μια πυρκαγιά, υπό την προϋπόθεση ότι οι θερμοκρασίες που αναπτύσσονται δεν είναι ιδιαίτερα υψηλές, και οι πυρκαγιές δεν συμβαίνουν σε μικρά χρονικά διαστήματα, όταν ακόμη τα πεύκα είναι νέα.
Στο κλίμα της Μεσογείου, η φωτιά συνιστά μέρος του φυσικού κύκλου των φυτοκοινωνιών. Η δράση της δεν είναι αναγκαστικά καταστροφική, πολλές φορές, αντίθετα, βοηθά τις γηρασμένες φυτοκοινωνίες να ανανεωθούν.
Οι περιοδικές φωτιές και η βόσκηση από άγρια φυτοφάγα ήταν ανέκαθεν οι δυο σταθερές των μεσογειακών οικοσυστημάτων. Κερδισμένα από αυτήν την ιδιότυπη φυσική επιλογή βγήκαν τα ποώδη φυτά και τα αγριολούλουδα, που αποτελούν το μεγαλύτερο και το πιο όμορφο μέρος της μεσογειακής χλωρίδας.
ΤΟ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΟ ΜΩΣΑΪΚΟ
Στον μεσογειακό χώρο αναπτύχθηκαν και από εκεί διαδόθηκαν στον υπόλοιπο κόσμο μια σειρά καλλιεργούμενα είδη και ποικιλίες, όπως το σιτάρι, το κριθάρι, οι φακές, τα κουκιά, τα φασόλια, οι ελιές και τα σταφύλια. Το πολύπλοκο μωσαϊκό από αμπέλια, ελαιώνες, οπωροφόρα, μικρούς ποτιστικούς λαχανόκηπους, ξηρικά χωράφια με δημητριακά, βοσκοτόπια και ακαλλιέργητες ή εγκαταλελειμμένες εκτάσεις, με βλάστηση σε όλα τα στάδια της φυσικής διαδοχής, έχει οδηγήσει σε μια μεγάλη διαφοροποίηση των βιοτόπων. Αυτή η μοναδική ετερογένεια φυσικού και καλλιεργημένου περιβάλλοντος προσφέρει ένα εύρος ευκαιριών σε μυριάδες είδη χλωρίδας και πανίδας, συνιστώντας ένα ανοικτό φιλόξενο οικοσύστημα, που έχει ενσωματώσει μια πολύ πλούσια χλωρίδα και πανίδα, με προγόνους τόσο από την εύκρατη ζώνη της Ευρασίας, όσο και από την τροπική της Αφρικής. Μόνο στην Ελλάδα έχουν καταγραφεί 6.000 διαφορετικά είδη φυτών, πολλά από τα οποία δεν υπάρχουν πουθενά αλλού στον κόσμο. Ανάλογη είναι η ποικιλία της χλωρίδας στην Ισπανία και στην Τουρκία.
Ο πυκνοκατοικημένος μεσογειακός μας κήπος είναι διπλά ευαίσθητος: κινδυνεύει τόσο από την καταστροφική δραστηριότητα του ανθρώπου, όσο και από την εγκατάλειψη. Το πολύμορφο μωσαϊκό του τοπίου πρέπει να διατηρηθεί, ώστε να αποφευχθεί η διάλυση, η απλούστευση, η τυποποίηση και η αντικατάστασή του από ένα τοπίο μονότονο, ομοιογενές, φτωχό σε χρώμα και βιολογικό πλούτο.
Πηγή: Η οικογεωγραφία της Μεσογείου, Διεπιστημονικό Ινστιτούτο Περιβαλλοντικών Ερευνών (ΔΙΠΕ), εκδόσεις Στοχαστής, 2001 - Δήμος Τσαντίλης, Το μεσογειακό τοπίο