Σε μια περίοδο όπου ο παγκόσμιος ανθρώπινος πληθυσμός επεκτείνεται ταχύτατα, όπως και η ανάγκη του για περισσότερη γη, ώστε να καλλιεργεί τρόφιμα, ίνες και καύσιμο συνεχώς κλιμακώνεται, η πολύτιμη γη υποβαθμίζεται μέσω της διάβρωσης και άλλων τρόπων σε ανησυχητικά επίπεδα. Η υποβάθμιση του εδάφους αποτελεί θέμα μεγάλης ανησυχίας, καθώς η αποκατάστασή του είναι ιδιαίτερα αργή. Σε παγκόσμιο επίπεδο, τα ετήσια ποσοστά διάβρωσης των καλλιεργήσιμων εκτάσεων είναι περίπου 20-100 φορές με μέσο απαιτούμενο χρόνο τα 500 έτη, για να ανανεωθεί το έδαφος κατά 2,5 εκατοστά μόνο, στις τροπικές και εύκρατες περιοχές, ένα ποσοστό ανανέωσης ενός περίπου μετρικού τόνου εδαφικής επιφάνειας ανά εκτάριο γης το χρόνο.
Τα ποσοστά διάβρωσης διαφέρουν ανάλογα με την περιοχή, λόγω της τοπογραφίας, των βροχοπτώσεων, της έντασης των ανέμων και του είδους των αγροκαλλιεργητικών τακτικών που χρησιμοποιούνται.
Σε παγκόσμιο επίπεδο περίπου 10 εκατομμύρια εκτάρια εγκαταλείπονται από την παραγωγή κάθε χρόνο, λόγω των υψηλών ποσοστών διάβρωσης και της υπερφόρτισης με νερό, της αλάτωσης και άλλων μορφών υποβάθμισης του εδάφους. Επιπλέον, σύμφωνα με το πρόγραμμα περιβάλλοντος των Ηνωμένων Εθνών, η παραγωγή καλλιεργειών γίνεται οικονομικά ασύμφορη για 20 εκατομμύρια εκτάρια κάθε χρόνο, λόγω της σοβαρής υποβάθμισης στην ποιότητα του εδάφους. Η διάβρωση του εδάφους σημειώνεται επίσης σε δασικές εκτάσεις, αλλά δεν είναι τόσο σοβαρή όσο στο εκτεθειμένο έδαφος της καλλιεργήσιμης γης.
Η διάβρωση του εδάφους σε ελεγχόμενα δάση είναι βασικό πρόβλημα, επειδή τα ποσοστά αποκατάστασης έχουν ρυθμό 2-3 φορές πιο αργό απ’ ό,τι στην καλλιεργήσιμη γη. Για να συνθέσουμε το πρόβλημα της διάβρωσης, τουλάχιστον 24 εκατομμύρια εκτάρια δάσους αποψιλώνονται κάθε χρόνο σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Το μεγαλύτερο μέρος της έκτασης χρησιμοποιείται για την καλλιέργεια καρπών και τη βοσκή των ζώων.
Οι επιπτώσεις για την αγροκαλλιέργεια και τη δασοπονία αλληλοσυνδέονται και μ’ άλλους τρόπους. Η καταστροφή των δασών μειώνει την παροχή καυσίμου και ενισχύει τους φτωχούς των αναπτυσσόμενων χωρών να υποκαταστήσουν το καύσιμο με τα υπολείμματα των καλλιεργειών και την κοπριά. Όταν τα φυτικά και ζωικά απόβλητα αποτεφρώνονται αντί να επιστρέφουν στη γη ως εδαφική κάλυψη και οργανικό λίπασμα, η διάβρωση εντείνεται και η παραγωγικότητα της γης μειώνεται. Αυτοί οι παράγοντες με τη σειρά τους εντείνουν την πίεση που μας ασκείται για να μετατρέψουμε περισσότερη δασική έκταση σε αγροκαλλιεργήσιμη, εντείνοντας επιπλέον το πρόβλημα της διάβρωσης του εδάφους.
Ένας λόγος για τον οποίο η διάβρωση του εδάφους δεν έγινε θέμα υψηλής προτεραιότητας για τα κράτη και τους αγρότες είναι επειδή σημειώνεται με εξαιρετικά αργό ρυθμό και οι συσσωρευτικές του επιδράσεις μπορεί να χρειαστούν δεκαετίες για να γίνουν εμφανείς. Για παράδειγμα, η αφαίρεση ενός χιλιοστού εδάφους είναι τόσο μικρή ώστε δεν εξιχνιάζεται. Όμως, για μια περίοδο 25 ετών, η απώλεια θα φτάσει στα 25 χιλιοστά, που θα χρειαζόταν 500 χρόνια για να αντικατασταθεί μέσω των φυσικών διαδικασιών.
Πέρα από τη μείωση του εδαφικού βάθους, η διάβρωση του εδάφους οδηγεί στη μείωση της αγροτικής παραγωγικότητας, λόγω της απώλειας του νερού σε οργανική ύλη και στα θρεπτικά συστατικά του εδάφους. Το νερό είναι βασικός περιοριστικός παράγοντας για όλες τις αγροκαλλιεργητικές φυτείες και δέντρα. Μία μείωση 50% της εδαφικής οργανικής ύλης σ’ ένα κομμάτι γης βρέθηκε να μειώνει την παραγωγή κατά 25%.
Όταν το έδαφος διαβρώνεται, τα ζωτικά φυτικά θρεπτικά συστατικά, όπως το άζωτο, το κάλιο, ο φώσφορος και το ασβέστιο χάνονται. Η χρησιμοποίηση των λιπασμάτων για την αποκατάσταση αυτών των θρεπτικών συστατικών προσθέτει ουσιαστικά στη δαπάνη της παραγωγής των καρπών.
Κάποιοι αναλυτές που δεν γνωρίζουν τις πολυάριθμες και σύνθετες επιπτώσεις της διάβρωσης του εδάφους, έβγαλαν το λανθασμένο συμπέρασμα ότι οι βλάβες είναι σχετικά μικρές. Πρέπει όμως να λάβουμε υπόψη όλες τις οικολογικές επιπτώσεις που προξενούνται από τη διάβρωση, συμπεριλαμβανομένης της μείωσης του εδαφικού βάθους, της διαθεσιμότητας του νερού στις καλλιέργειες και στην εδαφική οργανική ύλη και θρεπτικά συστατικά. Όταν γίνει αυτό, οι αγρονόμοι και οι οικολόγοι αναφέρουν μείωση της παραγωγικότητας κατά 25-30%, ποσοστό που οδηγεί σε αυξημένη χρήση εμπορικών λιπασμάτων. Επειδή τα λιπάσματα δεν αποτελούν υποκατάστατο του γόνιμου εδάφους μπορούν να χορηγηθούν σε συγκεκριμένα μόνο επίπεδα πριν αρχίσουν να πέφτουν οι καλλιεργητικές σοδειές.
Η αυξημένη διάβρωση και η απορροή των νερών σε ορεινές πλαγιές πλημμυρίζουν την αγροκαλλιεργητική γη σε παρακείμενες πεδιάδες, μειώνοντας επιπλέον την παραγωγικότητα. Η διαβρωμένη γη επίσης δεν συγκρατεί σωστά το νερό, πράγμα που και πάλι οδηγεί σε μείωση της παραγωγικότητας. Αυτή η επίπτωση μεγιστοποιείται σε 80 χώρες με το 40% του παγκόσμιου πληθυσμού, όπου δοκιμάζονται από ισχυρές ξηρασίες. Η ταχύτατη αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού μαζί με την ανάγκη για περισσότερες καλλιέργειες και ο προβλεπόμενος διπλασιασμός των αναγκών σε νερό στα επόμενα 20 χρόνια θα εντείνει μόνο το πρόβλημα της έλλειψης του νερού, ιδιαίτερα εάν δεν γίνουν προσπάθειες προστασίας από την εδαφική διάβρωση.
Η διάβρωση του εδάφους είναι ένα από τα παγκόσμια προβλήματα, που αν δεν προλάβουμε, θα μειώσει σημαντικά την αγροκαλλιεργητική και δασική παραγωγή, ενώ θα υποβαθμίσει την ποιότητα των υδροφόρων οικοσυστημάτων. Οι λύσεις δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολες, αλλά και δεν ολοκληρώνονται, επειδή η διάβρωση σημειώνεται τόσο βαθμιαία, ώστε να μην αναγνωρίζουμε τις συσσωρευτικές επιπτώσεις, παραμόνο όταν η καταστροφή είναι ανεπανόρθωτη. Πολλοί αγρότες επίσης έχουν πιστέψει πως η απώλεια της εδαφικής γονιμότητας μπορεί να αποκατασταθεί με τη χορήγηση περισσότερων λιπασμάτων ή με τη χρήση ενέργειας από ορυκτά καύσιμα.
Βασικός τρόπος ελέγχου της διάβρωσης του εδάφους και των απορροών του ιζήματος είναι η διατήρηση επαρκούς βλαστικής κάλυψης στα εδάφη (π.χ. καλλιέργεια σε αναβαθμίδες, περιμετρική άροση, περιτοίχιση από δέντρα, αποκατάσταση αυλάκων, ανεμοφράκτες, προστατευτικές ζώνες, ανόργανα λιπάσματα, άρδευση). Οι επιστήμονες, οι πολιτικοί και οι αγρότες πρέπει να συνεργαστούν, για να ολοκληρώσουν τα προγράμματα διατήρησης εδάφους και νερού, πριν τα παγκόσμια εδάφη χάσουν μεγάλο μέρος της παραγωγικότητάς τους.
Daniel Pimentel, Καθηγητής Πανεπιστημίου Κορνέλ, Νέα Υόρκη, Η.Π.Α.
Πηγή: Βιώνοντας το Περιβάλλον, G. Tyler Miller Jr, Ίων, 9η έκδοση